NCE156: το παλαιότερο χριστιανικό αντικείμενο
Πρόκειται για πληροφορίες που δείχνουν τη σχέση των δημιουργών της με τον αιρετικό φιλόσοφο Valentinus, αλλά και την επιρροή που είχαν δεχτεί από προχριστιανικά στοιχεία.
Η επιγραφή είναι πέτρινη, με επίσημη ονομασία NCE156. Ανήκει στη συλλογή των Μουσείων του Καπιτωλίου της Ρώμης και χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 2ου αιώνα μ. Χ., όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βρισκόταν στη μεγαλύτερη ακμή της. Από την ίδια περίοδο δεν υπάρχουν άλλα χριστιανικά κατάλοιπα γραφής πάνω σε πέτρα, παρά μόνο σε πάπυρο, τα οποία φέρουν αποσπάσματα των ευαγγελίων, γραμμένα με μελάνι. Ωστόσο η NCE156 καινοτομεί και ως προς το περιεχόμενό της, καθώς δεν αναφέρεται άμεσα στα ευαγγέλια, αλλά παραπέμπει σε χριστιανικές πεποιθήσεις, εμπλουτισμένες με ειδωλολατρικά στοιχεία.
Αρχικά το NCE156 βρέθηκε στα προάστια της Ρώμης κοντά στο μεσαιωνικός πύργο Tor Fiscale, 4 χλμ από την Via Latina.
Ένας επιστήμονας, ο Gregory Snyder, από το Davidson College της North Carolina, που έχει αφιερώσει 50 χρόνια ερευνών στη συγκεκριμένη επιγραφή, πιστεύει ότι πρόκειται για επικήδειο επίγραμμα, που περιλαμβάνει χριστιανικά και ειδωλολατρικά στοιχεία. “Πρόκειται πράγματι για επιγραφή του 2ου αιώνα μ.Χ., είναι δηλαδή το παλαιότερο χριστιανικό αντικείμενο που κατέχουμε“, δήλωσε στην ιστοσελίδα LiveScience. Τη χρονολόγηση της επιγραφής έκανε πριν από περίπου 40 χρόνια η Margherita Guarducci, γνωστή Ιταλίδα επιγραφολόγος, που πέθανε το 1999.
Η επιγραφή σύμφωνα με τον Snyder αναφέρει:
To my bath, the brothers of the bridal chamber carry the torches,
[here] in our halls, they hunger for the [true] banquets,
even while praising the Father and glorifying the Son.
There [with the Father and the Son] is the only spring and source of truth.
Σύμφωνα με το άρθρο του LiveScience, η Margherita Guarducci πρότεινε τον 2ο αιώνα μ. Χ., επειδή η επιγραφή ήταν γραμμένη με ελληνικά γράμματα κλασικού στιλ, που χρησιμοποιούνταν στη Ρώμη κατά τη διάρκεια του 1ου και 2ου αιώνα μ. Χ. Αργότερα, τα γράμματα άλλαξαν. Για παράδειγμα, το ωμέγα (Ω) και το Σίγμα (Σ) τροποποιήθηκαν και έμοιαζαν περισσότερο με τα γράμματα W και C αντίστοιχα. Ο δημιουργός της επιγραφής ήταν πιθανότατα μαθητής του Valentinus, γνωστικού αιρετικού, που γεννήθηκε στην Αίγυπτο περίπου το 100 μ.Χ., ταξίδεψε στη Ρώμη, όπου δημιούργησε τη δική του Εκκλησία και σχολή για να καταλήξει στην Κύπρο, όπου πέθανε το 160/161 μ. Χ., αφού πρώτα απέκτησε ισχυρή ομάδα μαθητών.
Οι οπαδοί του Βαλεντίνου αλλά και του κινήματος των γνωστικιστών είχαν αρκετές διαφορές με τους πρώτους Χριστιανούς. Για παράδειγμα, δεν πίστευαν ότι έπρεπε να γίνουν μάρτυρες, ούτε ότι κάποια πράγματα είναι κακό να τα κάνουν, όπως το να πάρουν όρκο στο όνομα του Καίσαρα ή να προσφέρουν θυμίαμα σε ένα άγαλμα. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, στην επιγραφή επικρατεί μια εκπληκτική ανάμιξη στοιχείων χριστιανικής και ειδωλολατρικής παράδοσης. “Πρόκειται για πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, που δείχνουν ότι αυτή την περίοδο η χριστιανική ταυτότητα ήταν ευέλικτη”, αναφέρουν.